- ἄκολλος
- ἄκολλ-ος, ον,A without glue, not adhesive, Thphr.CP6.10.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκολλοτάτου — ἄκολλος without glue masc/neut gen superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄκολλα — ἄκολλος without glue neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλλα — Γενική ονομασία για οποιαδήποτε ουσία έχει την ιδιότητα να προσκολλάται σε διάφορα αντικείμενα και να τα συγκρατεί με σταθερό τρόπο· ο όρος αναφέρεται, κυρίως, σε εκείνες τις ουσίες που προέρχονται από οργανικές ενώσεις, και συγκεκριμένα από… … Dictionary of Greek